- υπερκάμνω
- Α1. υποβάλλομαι σε κόπους για χάρη κάποιου άλλου2. κοπιάζω, μοχθώ πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + κάμνω «κουράζομαι, καταπονούμαι, πάσχω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερκέκμηκεν — ὑπερκάμνω suffer perf ind act 3rd sg ὑπερκάμνω suffer plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκαμοῦσαν — ὑπερκάμνω suffer aor part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκάμνειν — ὑπερκάμνω suffer pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερκάμνεις — ὑπερκάμνω suffer pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek